- δεχάμματος
- δεχάμματος, -ον (Α)αυτός που έχει δέκα άμματα, θηλιές («δεχάμματος ἄρκυς», Ξενοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + άμμα (-ατος) *].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεχάμματοι — δεχάμματος with ten meshes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεχήμερος — δεχήμερος, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί δέκα ημέρες («ἐκεχειρία δεχήμερος» ανακωχή που μπορεί να τερματιστεί με την πάροδο δέκα ημερών ή που ανανεώνεται κάθε δέκα μέρες) 2. το ουδ. ως ουσ. το δεχήμερον το δεκαήμερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ημέρα με… … Dictionary of Greek